Εφαρμογή του

passif στα ελληνικά
passif
λέγεται
πασίφ
.
passif
σημαίνει στα ελληνικά
παθητική / παθητικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- passif : παθητικό
- dettes / passif : παθητικό
- passif : παθητικόν
- passif / passif du bilan : παθητικό / το παθητικό
- débit / côté passif : χρέωση
- recul / rappel : διαδρομή επαναφοράς
- butée / poussée de terre passive : παθητική πίεση εδάφους
- RPP / TPP : τελειοποίηση προς επανεισαγωγή
- GAP / gestion actif-passif : ALM / διαχείριση ενεργητικού - παθητικού
- GRSP / groupe de rapporteurs sur la sécurité passive : GRSP / ομάδα εμπειρογνωμόνων για θέματα παθητικής ασφάλειας
Subscribe
0 Comments