Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

pastoral στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
pastoral
λέγεται
παστοράλ
.
pastoral
σημαίνει στα ελληνικά
ποιμενικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • surpâturage / surcharge pastorale : υπερβόσκηση / υπέρμετρη βόσκηση
  • aliment pastoral : βοσκή
  • agro-sylvo-pastoral : αγρο-δασο-ποιμενικός
  • groupement pastoral : ποιμενική ένωση
  • migration pastorale : Μετακίνηση ποιμνίου
  • clairière pastorale : διάκενον βοσκήσεως
  • aménagement pastoral / aménagement des terrains de parcours : διαχείρησις βοσκοτόπων
  • reconnaissance pastorale : έρευνα βοσκοτόπου
  • catégorie de site pastoral : κατηγορία βοσκοτόπου
  • aménagement sylvo-pastoral : δασοκτηνοτροφική διαχείρησις

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments