Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

pâtisserie στα ελληνικά
pâtisserie
λέγεται
πατισρί
.
pâtisserie
σημαίνει στα ελληνικά
ζαχαροπλαστείο / γλυκά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pâtisserie : ζαχαροπλαστική
- pâtisseries / produits de pâtisserie : προϊόντα ζαχαροπλαστικής
- table froide / tour de pâtisserie : ψυχρό τραπέζι / τραπέζι ζαχαροπλαστικής
- pelle à tarte / pelle à pâtisserie : σπάτουλα για το σερβίρισμα ταρτών / σπάτουλα για το σερβίρισμα των γλυκισμάτων
- FEDIMA / Fédération des industries des produits intermédiaires pour la boulangerie et la pâtisserie de l'EEE : FEDIMA / Ομοσπονδία βιομηχανιών πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής του ΕΟΧ
- moule à gâteau / moule à pâtisserie : φόρμα για γλυκίσματα / φόρμα ζαχαροπλαστικής
- moule à pâtisserie : φόρμα ζαχαροπλαστικής
- miel de patisserie : μέλι ζαχαροπλαστικής
- plaque à pâtisserie : ταψί για γλυκά / λαμαρίνα για γλυκά
- miel de pâtisserie : μέλι ζαχαροπλαστικής
Subscribe
0 Comments


