Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

paturage στα ελληνικά
paturage
λέγεται
πατυράζ
.
paturage
σημαίνει στα ελληνικά
βοσκοτόπι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pâturage : βοσκή/βόσκηση
- pâturage : βοσκότοπος/βοσκή
- pâturage / paissance : βόσκησις
- pâture / pâturage : νομή / βοσκή
- estive / pâturage d'été : μαντρί
- herbe verte / fourrage vert : πράσινη χορτονομή / πράσινη φυτική μάζα
- zéro-pâturage / affouragement en vert : χλωρό σιτηρέσιο
- zéro-pâturage : θερινή διατροφή χωρίς βοσκή
- prairie maigre / pâturage maigre : άγονος βοσκότοπος / ανώμαλες εκτάσεις βοσκής
- abri en pâture / abri au pâturage : καταφύγιο-στάβλος στο λιβάδι
Subscribe
0 Comments


