Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

peau στα ελληνικά
peau
λέγεται
πο
.
peau
σημαίνει στα ελληνικά
δέρμα / πετσί / πέτσα / φλούδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- peau : φλοιός / φλούδα
- peau : φλοιός/επιδερμίδα
- peau / feuille brûte : ακατέργαστο φύλλο
- peau : επιδερμίδα / φλοιός χυτού
- peau / tégument externe : δέρμα
- bar / loup marin : λυκόψαρο / λυκόψαρο του Ατλαντικού
- peau : δορά
- peau / coquille d'oeuf : διπλός φλοιός
- RSh3 / le contact avec les vapeurs peut provoquer des brûlures de la peau et des yeux; le contact avec le gaz liquide peut causer des engelures : RSh3 / Οι ατμοί μπορεί να προκαλέσουν εγκαύματα στο δέρμα και στα μάτια· η επαφή με το υγρό μπορεί ναπροκαλέσει κρυοπαγήματα
- peau / pellicule : φλοιός / φλούδι
Subscribe
0 Comments


