Εφαρμογή του

pécule στα ελληνικά
pécule
λέγεται
πεκύλ
.
pécule
σημαίνει στα ελληνικά
μαζεμένα λεφτά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pécule de congé / pécule de vacances : επίδομα αδείας
- pécule de vacances : επίδομα άδειας
- pécule de reconversion : επίδομα αλλαγής απασχόλησης
- pécule de vacances(belge) : επίδομα άδειας(βελγικό δίκαιο)
- pécule familial de vacances annuelles : οικογενειακό επίδομα κανονικής άδειας
Subscribe
0 Comments