Εφαρμογή του

peigner στα ελληνικά
peigner
λέγεται
πενιέ
.
peigner
σημαίνει στα ελληνικά
χτενίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- peigner : χτενίζω
- peigner : πενιάρω / χτενίζω
- peigner : περνώ στημόνι στο χτένι
- rayures / défaut de peigne : γραμμώσεις χτενιού
- râteau / vateau : χτένι του αργαλειού
- peigne : "χτένα"
- peigne : χτένι
- peigne : χτένι / προστατευτική πλάκα ξυριστικής μηχανής
- peigne / peigne à cheveux : χτένι καλλωπισμού
Subscribe
0 Comments