Εφαρμογή του

pelé στα ελληνικά
pelé
λέγεται
πελέ
.
pelé
σημαίνει στα ελληνικά
μαδημένος / καραφλός / γυμνός / αποφλοιωμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- riz pelé / riz décortiqué : αποφλοιωμένο ρύζι / αποφλοιωμένη όρυζα
- riz pelé / riz décortiqué : αποφλοιωμένο ρύζι
- grain pelé : ξεφλουδισμένος σπόρος
- fruit pelé : καρπός χωρίς τον λεπτό φλοιό του
- tomate pelée : αποφλοιωμένη τομάτα
- tomates pelées : αποφλοιωμένες ντομάτες
- blocs pêle-mêle : ογκόλιθοι τυχαία τοποθετημένοι
- machine à peler : αποφλοιωτική μηχανή
- bois pelé en blanc / bois débarrassé du liber : ξυλεία απαλλαγμένη της βύβλου
- pomme de terre pelée : πατάτα καθαρισμένη
Subscribe
0 Comments