Εφαρμογή του

pèlerin στα ελληνικά
pèlerin
λέγεται
πελρέν
.
pèlerin
σημαίνει στα ελληνικά
προσκυνητής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pèlerin / requin pèlerin : παπάς / σαπουνάς
- faucon pèlerin : πετρίτης
- faucon pélerin : πετρίτης
- criquet pélérin : ακρίδα της ερήμου
- criquet pélerin / criquet migrateur : ακρίδα μεταναστευτική
- criquet pélerin : ακρίδα της ερήμου
- criquet pèlerin : τρυξαλίς / ακρίδα προσκυνητής
- grande pèlerine / peigne Saint-Jacques : χτένι αγίου ιακώβου / κοχύλι αγίου ιακώβου
- point de pèlerine / tricot jersey desachy : τρυπώματα
- soudage à pas de pèlerin : συγκόλληση κατά βήματα ανάστροφα
Subscribe
0 Comments