Εφαρμογή του

pénaliser στα ελληνικά
pénaliser
λέγεται
πεναλιζέ
.
pénaliser
σημαίνει στα ελληνικά
τιμωρώ / χαντακώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pénaliser : κυρώνω
- pénaliser : τιμωρώ
- manque de transparence pénalisant : έλλειψη διαφάνειας που μπορεί να δημιουργήσει μειονεκτήματα
Subscribe
0 Comments