Εφαρμογή του

perche στα ελληνικά
perche
λέγεται
περς
.
perche
σημαίνει στα ελληνικά
κοντάρι / saut à Ia perche άλμα επί κοντώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- perche / perche européenne : FPE / ποταμόπερκα
- perche / perche commune : πέρκα / ποταμόπερκα
- perche : λούκιος
- perche : πέρκα
- perche : ακόντιο / κοντάρι
- gaffe / autieu : κοντάρι / κοντός λέμβου
- hurlin / perchat : ποταμόπερκα
- sandre / MUL : FPP / ποταμολάβρακο
- perche : δοκός / ζυγός
- chalut à perche (Preferred) / boucot : δοκότρατα
Subscribe
0 Comments