Εφαρμογή του

père στα ελληνικά
père
λέγεται
περ
.
père
σημαίνει στα ελληνικά
πατέρας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- père : πατέρας
- père / géniteur : πατέρας / αρσενικό
- beau-père / parâtre (Obsolete) : πατριός
- parent / fichier-père : πρώτο ανιόν αρχείο
- beau-père : πεθερός
- grand-père : παππούς
- type père : γονικός τύπος
- grand-père : πάππος
- père séparé : πατέρας ευρισκόμενος σε διάσταση (Deprecated)
- père divorcé : διαζευγμένος πατέρας
Subscribe
0 Comments