Εφαρμογή του

périmètre στα ελληνικά
périmètre
λέγεται
περιμέτρ
.
périmètre
σημαίνει στα ελληνικά
περίμετρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- périmètre : περίμετρο / περίμετρος
- bloc / périmètre : μπλοκ / τέμαχος
- zone dangereuse / périmètre de sécurité : επικίνδυνη περιοχή
- périmètre mouillé : βρεχόμενη περίμετρος
- périmètre irrigué : αρδευμένη ζώνη / ποτισμένη ζώνη
- zone de conversion / périmètre de conversion : τομέας μετατροπής
- périmètre de marche / distance d'apparition de la claudication : απόσταση εμφάνισης χωλότητας
- périmètre thoracique : θωρακική περίμετρος
- périmètre comparable : συγκρίσιμη περίμετρος
- périmètre de décharge : σκουπιδότοπος / ζώνη απορριμμάτων
Subscribe
0 Comments