Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

périphérie στα ελληνικά
périphérie
λέγεται
περιφερί
.
périphérie
σημαίνει στα ελληνικά
περιφέρεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- périphérie : περιφερειακό υλισμικό
- région : περιφέρεια
- périphérie rurale : αγροτική περιφέρεια
- périmètre de l'incendie / périphérie de l'incendie : περίμετρος(περιφέρεια)πυρκαϊάς
- migration à la périphérie : εισροή πληθυσμών προς τα περίχωρα / εισροή πληθυσμών προς τα προάστια
- cession dans la périphérie : διάθεση στοιχείων εκτός του πλαισίου των βασικών εργασιών
- force à la périphérie des roues : δύναμη στην περιφέρεια των τροχών
- connexions entre le centre et la périphérie : συνδέσεις κέντρου-περιφέρειας
- cylindre pourvu de canaux forés à la périphérie : περιφερειακά διάτρητος κύλινδρος
Subscribe
0 Comments


