Εφαρμογή του

périr στα ελληνικά
périr
λέγεται
περίρ
.
périr
σημαίνει στα ελληνικά
πεθαίνω / χάνομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- congénital / péri-natal : συγγενής / περιγεννητικός
- pancardite / endo-myo-péricardite : παγκαρδίτις
- péri-apical : περικορυφαίος
- hématome péri-anal : περιπρωκτικό αιμάτωμα
- foramen péri-optique : προωτιαίο τρήμα
- dermatite péri-orale : περιστοματική δερματίτιδα
- hématome péri-orbitaire : περιοφθαλμικό αιμάτωμα
- phlegmon péri-ano-rectal : περιπρωκτικό απόστημα
- environnement péri-urbain : περιαστικό περιβάλλον
- injection péri-artérielle : περιαρτηριακή ένεση
Subscribe
0 Comments