Εφαρμογή του

perler στα ελληνικά
perler
λέγεται
περλέ
.
perler
σημαίνει στα ελληνικά
σταγονιάζω / στάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chicon / endive : ραδίκι λευκόφυλλο / κιχώριο λευκόφυλλο
- grémil / herbe aux perles : λιθόσπερμο το φαρμακευτικό
- perle : χρυζόπη η μαργαριτοειδής
- nacre / nacre de perle : φίλντισι / μαργαροκόγχη
- perle : πέρλα / χάντρα
- perle / rondelle diélectrique : διηλεκτρική ροδέλα
- bille / perle : σφαιρίδια
- bulle / perle : φυσαλλίδα
- perle fine : μαργαριτάρι φυσικό
- demi-perle / perle bouton : μαργαριτάρι-κουμπί
Subscribe
0 Comments