Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

persister στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
persister
λέγεται
περσιστέ
.
persister
σημαίνει στα ελληνικά
επιμένω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • persistant : έμμονος / επίμονος
  • persister : παραμένω
  • persistant : με υψηλή υπολειμματική δράση
  • vPvB / très persistant et très bioaccumulable : ΑΑΑΒ / αΑαΒ
  • PBT / persistant, bioaccumulable et toxique : ΑΒΤ / ανθεκτική, βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ουσία
  • POP / polluant organique persistant : έμμονος οργανικός ρύπος
  • PBT / persistant, bio-accumulable et toxique : ΑΒΤ / ανθεκτικός, βιοσυσσωρευτικός και τοξικός
  • Protocole à la Convention sur la pollution atmosphérique transfrontière à longue distance, de 1979, relatif aux polluants organiques persistants / Protocole d'Aarhus : Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση μεγάλης απόστασης που οφείλεται στους έμμονους οργανικούς ρύπους
  • CSMA 1-persistant / accès aléatoire à écoute de la porteuse persistant : εμμένουσα πολλαπλή πρόσβαση τύπου 1 με ανίχνευση / εμμένουσα πολλαπλή πρόσβαση με ανίχνευση φέρουσας

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments