Εφαρμογή του

perturbation στα ελληνικά
perturbation
λέγεται
περτυρμπασιόν
.
perturbation
σημαίνει στα ελληνικά
διατάραξη / διαταραχή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- perturbation : διαταραχή
- interférence / perturbation : παρεμπόδιση
- perturber / perturbation : διατάραξη / διαταραχή
- perturbation : διαταραχή / διατάραξις
- dérangement / perturbation : ανωμαλία / ενόχληση
- perturbation : ανωμαλία / διαταραχή
- perturbation : διατάραξη
- choc exogène / perturbation exogène : εξωγενής κρίση / εξωγενής διαταραχή
- choc endogène / perturbation endogène : ενδογενής κρίση / ενδογενής διαταραχή
Subscribe
0 Comments