Εφαρμογή του

peser στα ελληνικά
peser
λέγεται
πεζέ
.
peser
σημαίνει στα ελληνικά
ζυγίζω / βαρύνω / το έχω βάρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- peser : σύνθεση / προετοιμασία
- peser / palangrer : έλκω προς τα κάτω / σύρω προς τα κάτω
- pesée / pesage : ζύγιση
- sonde / pèse-mout : γλευκόμετρο
- sonde / pèse-moût : αραιόμετρο / ζαχαρόμετρο
- sonder / peser(un mout) : προσδιορισμός πυκνότητας γλεύκους
- barytine / spath pesant : βαρυτίνη / φυσικό θειικό βάριο
- pèse-sel / salinomètre : αλατόμετρο
- aréomètre / aéromètre : υδρόμετρο / αραιόμετρο
- pèse-moût : ζυγαριά μούστου
Subscribe
0 Comments