Εφαρμογή του

pétrifier στα ελληνικά
pétrifier
λέγεται
πετριφιέ
.
pétrifier
σημαίνει στα ελληνικά
πετρώνω / μαρμαρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- couvain pétrifié / aspergillose des abeilles : ασπεργίλλωση των μελισσών
- source pétrifiante : πηγή που σχηματίζει επίπαγο
- conjonctivite pétrifiante : ασβεστοποιός επιπεφυκίτιδα
Subscribe
0 Comments