Εφαρμογή του

pétrole στα ελληνικά
pétrole
λέγεται
πετρόλ
.
pétrole
σημαίνει στα ελληνικά
πετρέλαιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pétrole : πετρέλαιο
- kérosène / pétrole lampant : κηροζίνη,παραφινέλαιο
- physique / pétrole physique : wet barrel / φυσικό πετρέλαιο
- kérosène / pétrole lampant : κηροζίνη / καθαρό πετρέλαιο
- AEGPL / Association européenne des gaz de pétrole liquéfiés : Ευρωπαϊκή Ένωση Yγραερίου / Ευρωπαϊκή Ένωση εταιρειών υγραερίου
- OPEP / Organisation des pays exportateurs de pétrole : ΟΠΕΚ / Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών
- pétrocoke / coke de pétrole : οπτάνθρακας από πετρέλαιο
- OPAEP / Organisation des pays arabes exportateurs de pétrole : Οργανισμός Αραβικών Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών
Subscribe
0 Comments