Εφαρμογή του

pétrolier στα ελληνικά
pétrolier
λέγεται
πετρολιέ
.
pétrolier
σημαίνει στα ελληνικά
πετρελαïκός / πετρελαιοφόρο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pétrolier : πετρελαιοφόφο
- pétrolier : πετρελαιοφόρο/δεξαμενόπλοιο
- pétrolier / barge-citerne : δεξαμενόπολοιο
- pétrolier : πετρελαιοφόρο
- pétrolier / transporteur d'hydrocarbures : τάνκερ / δεξαμενόπλοιο
- pétrolier : δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο
- navire o/o : πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίο
- navire O/O : πετρελαιοφόρο / μεταλλευματοφόρο πλοίο
- supertanker / superpétrolier : υπερ-δεξαμενόπλοιο
- simple coque / pétrolier à coque unique : πετρελαιοφόρο μονού κύτους
Subscribe
0 Comments