Εφαρμογή του

phonétique στα ελληνικά
phonétique
λέγεται
φονετίκ
.
phonétique
σημαίνει στα ελληνικά
φωνητική
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- phonétique : φωνητική
- netteté / netteté phonétique : άρθρωση / ευκρίνεια
- système phonétique : Φωνητικό σύστημα
- système phonétique : φωνητικό σύστημα
- puissance vocale phonétique / puissance vocale syllabique : φωνητική ισχύς ομιλίας
- table d'épellation phonétique : φωνητικός πίνακας συλλαβισμού
Subscribe
0 Comments