Εφαρμογή του

photographie στα ελληνικά
photographie
λέγεται
φοτογκραφί
.
photographie
σημαίνει στα ελληνικά
φωτογραφία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- photographie : φωτογραφία/φωτογράφηση
- radiographie / radiophotographie : ακτινογραφία
- radiographie / roentgenographie : ραδιογραφία / ακτινογραφία
- photographie : φωτογραφία
- photo témoin / photographie d'arrivée : φωτοτερματισμός
- image faciale : εικόνα προσώπου / φωτογραφία προσώπου
- xérographie / procéde électrostatique : ξηρογραφία / ηλεκτροφωτογραφία
- image intégrée : ενσωματωμένη φωτογραφία
- photographie d'art : φωτογραφία τέχνης / καλλιτεχνική φωτογραφία
- stéréophotographie / stéréo photographie : στερεοσκοπική φωτογραφία
Subscribe
0 Comments