Εφαρμογή του

pilon στα ελληνικά
pilon
λέγεται
πιλόν
.
pilon
σημαίνει στα ελληνικά
γουδοχέρι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pilon : κάλαμος
- dame / pilon : κόπανος
- pilon / semottoir : κόπανος
- pilon : κοπανιστήρας
- pilon à purée : κόπανος για πουρέδες
- marteau-pilon : ατμόσφυρα
- marteau-pilon / auto-compresseur : αερόσφυρα
- pilon à beurre : βουτυροκόπανος
- pilon sphérique : σφαιρικός κοπανολιοτριβέας
- plumes de pilon : φτερά των άκρων
Subscribe
0 Comments