Εφαρμογή του

piloter στα ελληνικά
piloter
λέγεται
πιλοτέ
.
piloter
σημαίνει στα ελληνικά
πιλοτάρω / χειρίζομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- piloter : οδηγώ / πλοηγώ
- piloter : πιλοτάρω / χειρίζομαι αεροσκάφος
- piloter : πλοηγώ
- piloté : επανδρωμένος
- Infoporc / système informatique pilote de gestion sanitaire des élevages porcins : Infoporc / πρότυπο πειραματικό σύστημα πληροφορικής για τη διαχείριση υγειονομικών θεμάτων στις χοιροτροφικές μονάδες
- pilote : κολαούζος (ή πιλότος)
- souche / culture pilote : κατευθυντήρια καλλιέργεια
- pilote : πλοηγός
- manche / manche pilote : μοχλός πηδαλιούχησης
- tangon / échelle de pilote : σκάλα πλοηγού
Subscribe
0 Comments