Εφαρμογή του

pin στα ελληνικά
pin
λέγεται
πεν
.
pin
σημαίνει στα ελληνικά
πεύκο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- PIN / programme indicatif national : ΕΕΠ / Εθνικό Ενδεικτικό Πρόγραμμα
- PIN / produit intérieur net aux prix du marché : ΚΕγχΠ / καθαρό εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς
- PIN / donnée du numéro d'identification personnel : στοιχεία PIN / στοιχεία Προσωπικού Αριθμού Αναγνώρισης
- PIN / interruption de la procédure négative : διακοπή διαδικασίας,αρνητική
- PIN / produit intérieur net : καθαρό εγχώριο προϊόν
- PIN / code confidentiel du titulaire : προσωπικός αριθμός ταυτότητας / προσωπικός αριθμός αναγνώρισης
- PIN / code NIP : κωδικός PIN / προσωπικός αριθμός αναγνώρισης
- ive / petite ivette : δωδεκάνθι / λιβανόχορτο
- kauri / pin de kauri : αγκαθίς η νοτία
- pignon / pignon de pin : κουκουνάρι
Subscribe
0 Comments