Εφαρμογή του
pipe στα ελληνικά
pipe
λέγεται
πιπ
.
pipe
σημαίνει στα ελληνικά
πίπα / τσιμπούκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pipe : πίπα
- oléoduc / pipe-line : πετρελαιαγωγός
- pipeline / pipe-line : αγωγός/σωληνώσεις
- botte(B) / pipe de cueillage : καλόττα
- pipeline / pipe-line : υπολογιστές αρχιτεκτονικής σωληναγωγού
- clé à pipe / clé à tube : κλειδί με σωλήνες
- pipe d'eau / tuyau d'eau : αγωγός νερού
- clé à pipe / clé à tube : σωληνωτό κλειδί / κοίλο κλειδί περικοχλίων
- tabac à pipe / tabac pour pipe : καπνός πίπας
- étui à pipes : θήκη για πίπες
Subscribe
0 Comments