Εφαρμογή του

piquant στα ελληνικά
piquant
λέγεται
πικάν
.
piquant
σημαίνει στα ελληνικά
περονιαστός / πικάντικος / που τσιμπάει
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- piquant : πικάντικος
- piquer : κεντρίζω
- piquette / imitation piqué : πικέ
- piquer : ράπτω / συνάπτω
- piqueuse / machine à piquer : μηχανή καπιτονέ
- marlin / poisson-pique : μάρλιν της Μεσογείου
- marlin / marlin de la Méditerranée : MSP / μάρλιν της Μεσογείου
- vin piqué : ξινισμένο κρασί
- piqué / produit dégradé : αποικοδομημένο προϊόν
- pique : σφηνωτά πόδια
Subscribe
0 Comments