Εφαρμογή του

pisser στα ελληνικά
pisser
λέγεται
πισέ
.
pisser
σημαίνει στα ελληνικά
κατουράω / τρέχω / στάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mye / clanque : μύα μακρύλαιμος
- pisse-vin / sarment superflu : περιττό αναρριχώμενο κλήμα
- pisse-vin : υπεράριθμος κλάδος / συμπληρωματικό κλαδί
- blennorragie / chaude pisse : γονόρροια (Preferred) / βλεννόρροια
- vise-en-l'air / pisse-en-l'air : αμμώδης μύα / μακρύλαιμος μύα
Subscribe
0 Comments