Εφαρμογή του

piston στα ελληνικά
piston
λέγεται
πιστόν
.
piston
σημαίνει στα ελληνικά
πιστόνι / ρουσφέτι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- piston / plongeur : έμβολο σε ρυθμιζόμενο βραχυκύκλωμα
- piston : έμβολον
- furet / piston : αποξέστης
- saxhorn / bugle à pistons : σαξοκόρνα
- clip / circlip : ελατήριο ελέγχου / ελατήριο τέρματος
- vis-piston : κοχλίας-έμβολο
- glissement / signe du piston : ευκινησία της κεφαλής του μηριαίου οστού
- caliper pig / piston détecteur-enregistreur de déformations géométriques : εσωτερικό παχυμετρικό έμβολο
- piston-valve : έμβολο-βαλβίδα
Subscribe
0 Comments