Εφαρμογή του

plaider στα ελληνικά
plaider
λέγεται
πλεντέ
.
plaider
σημαίνει στα ελληνικά
συνηγορώ / υπερασπίζομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- plaider : αναπτύσσω τους ισχυρισμούς μου
- plaideur / partie au litige : διάδικος
- droit de plaider : δικαίωμα παραστάσεως
- plaider coupable / comparution sur reconnaissance préalable de culpabilité : δικαστική διαπραγμάτευση / δικαστικός διακανονισμός
- plaider une affaire : αγορεύω / συνηγορώ
- plaider par l'organe de son représentant : παρίσταμαι δια του πληρεξουσίου μου
- plaider par l'intermédiaire d'un agent, conseil ou avocat : αναπτύσσω τους ισχυρισμούς μου μέσω εκπροσώπου,συμβούλου ή δικηγόρου
- les parties ne peuvent plaider que par l'organe de leur représentant ou de leur avocat : οι διάδικοι δύνανται να απευθύνονται στο Δικαστήριο μόνο μέσω του πληρεξουσίου ή του δικηγόρου τους
Subscribe
0 Comments