Εφαρμογή του

plaine στα ελληνικά
plaine
λέγεται
πλεν
.
plaine
σημαίνει στα ελληνικά
πεδιάδα / κάμπος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- plaine : πεδιάδα/πεδινή έκταση
- plaine / zone de plaine : κάμπος / πεδιάδα
- swap pur / swap plain vanilla : γνήσιο σουάπ
- lit majeur / plaine inondable : Κοίτη πλημμυρών
- terre-plain / terre-plein : πλάκα
- tour de champ / tour de plaine : γύρα επίβλεψης / γύρος του κάμπου
- race de plaine : πεδινή φυλή
- zone de plaine : πεδινή περιοχή
- plaine de sport / terrain de sport : αθλητικός χώρος / χώρος αθλοπαιδιών
- ligne de plaine : γραμμή σιδηροδρομική πεδινή
Subscribe
0 Comments