Εφαρμογή του

planer στα ελληνικά
planer
λέγεται
πλανέ
.
planer
σημαίνει στα ελληνικά
αιωρούμαι / πλανάρω / αεροβατώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- planer : γυαλίζω / στιλβώνω
- plane : πλάνη / ροκάνη
- plane : πλάνη
- spirale / rainure spirale : σπειροειδής αυλάκωση
- planeuse / machine à planer : μηχανισμός ισιώματος / μηχανισμός ισοπέδωσης
- glissière / glissière profilée à surfaces planes : πρισματόδρομος / πρισματικός οδηγόδρομος
- onde plane : επίπεδο κύμα
- Coxa plana / Caput planum : οστεοχονδρίτιδα ισχίου
- chatouille / petite lamproie : μικρολάμπρενα
- tôle plane : επίπεδο έλασμα
Subscribe
0 Comments