Εφαρμογή του

planning στα ελληνικά
planning
λέγεται
πλανίν
.
planning
σημαίνει στα ελληνικά
πλάνιγκ / προγραμματισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- planning / planification : οργάνωση εργασίας
- planning / service planning : γραφείο οργάνωσης εργασίας
- planning / programme : χρονικό πρόγραμμα
- planning : προγραμματισμός
- Unité Planning / MUL : Μονάδα Προγραμματισμού
- PF / planning familial : οικογενειακός σχεδιασμός / προγραμματισμός γονιμότητας
- planning mural : πίνακας προγραμματισμού για τοίχο
- chef du planning : προϊστάμενος της υπηρεσίας που καθορίζει τις συναντήσεις
- natalité dirigée / planning familial : έλεγχος των γεννήσεων / οικογενειακός προγραμματισμός
- agent de planning / agent de répartition : τεχνικός μεθόδων παραγωγής
Subscribe
0 Comments