Εφαρμογή του

plaque στα ελληνικά
plaque
λέγεται
πλακ
.
plaque
σημαίνει στα ελληνικά
πλάκα / μάτι (κουζίνας) / πινακίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- plaque / plaque lithosphérique : πλάκα / λιθοσφαιρική πλάκα
- plaque : πλάκα
- plaque / plaque de marquage : πινακίδιο αναγνώρισης / επιγραφή τεχνικών πληροφοριών
- plaque / feuille : πλάκα / φύλλο
- plaque : πλάκα / δίσκος
- plaque / tranche : φέτα / δισκίο
- flache / flachi : επιφάνεια δένδρου γυμνή φλοιού
Subscribe
0 Comments