Εφαρμογή του

plastifier στα ελληνικά
plastifier
λέγεται
πλαστιφιέ
.
plastifier
σημαίνει στα ελληνικά
πλαστικοποιώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- plastifier : πλαστικοποιώ
- aérosol nu / aérosol non protégé : Ψεκαστική φιάλη χωρίς επικάλυψη
- PVC souple / PVC plastifié : μαλακό PVC / πλαστικοποιημένο PVC
- adoucisseur / plastifiant : αποσκληρυντικό (μαλακτικό μέσο / αποσκληρυντικό (μαλακτικό) μέσο
- plastifiant : πλαστικοποιητικό
- fondant / plastifiant : ρευστοποιητής
- fluidifiant / plastifiant : πλαστικοποιητής / προϊόν για πλαστικοποίηση
- plastifiant : πλαστικοποιητής
- plastifiants : πλαστικοποιητές
Subscribe
0 Comments