Εφαρμογή του

plastique στα ελληνικά
plastique
λέγεται
πλαστίκ
.
plastique
σημαίνει στα ελληνικά
πλαστικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- plastique / matières plastiques : Πλαστικό / πλαστική
- plastique : πλαστικό
- boudineur / opérateur de contrôle(L) : χειριστής μηχανής εξελάσεως πλαστικών
- rémanence / déformation plastique : πλαστική παραμόρφωση / πλαστική παραμόρφωσις
- calandreur / opérateur de contrôle(L) : χειριστής καλάντρας πλαστικών
- gonflement / gonflement de la mousse : διόγκωση / διόγκωση αφρού
- plasticité / état plastique : κατάσταση πλαστικότητας
- Fechiplast / association des transformateurs de matières plastiques : Fechiplast / ένωση επεξεργαστών πλαστικών υλών
- tube souple / Tube déformable : εύκαμπτο σωληνάριο / εύκαμπτος πλαστικός σωλήνας
- régule / babbitt : αντιτριβικό μέταλλο
Subscribe
0 Comments