Εφαρμογή του

pléthore στα ελληνικά
pléthore
λέγεται
πλετόρ
.
pléthore
σημαίνει στα ελληνικά
πληθώρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pléthore : πληθώρα
- excès d'offre / offre excessive : υπερπροσφορά
- diminuant la pléthore : αντιπληθωρικός
Subscribe
0 Comments