Εφαρμογή του

plier στα ελληνικά
plier
λέγεται
πλιέ
.
plier
σημαίνει στα ελληνικά
διπλώνω / συμμορφώνω / λυγίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- balai / plie canadienne : καλκάνι Καναδά
- plier / déposer en plis : διπλώνω
- plier : κάμπτω / πτυχώνω
- plier / doubler : τυλίγω / διπλώνω
- plier : πτύσσω / διπλώνω
- flet / flet commun : καλκάνι
- plie / carrelet : φασί Ατλαντικού (Preferred) / ευρωπαϊκή χωματίδα
- \PLZ / pleuronectidés : γλώσσες / καλκάνια
- plieuse / machine à plier la correspondance : μηχανή διπλώματος της αλληλογραφίας
- plieuse / presse à plier : καμπτική πρέσσα
Subscribe
0 Comments