Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

plongée στα ελληνικά
plongée
λέγεται
πλονζέ
.
plongée
σημαίνει στα ελληνικά
κατάδυση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pendage / plongée : κοίτασμα / Γωνία κλίσεως
- plongée / mise en position radiale : ακτινική πρόωση
- plongée / descente : κάθοδος / κατάδυση
- rouleau / déferlante : αντιμάμαλο / εκχυνόμενο κύμα
- plonge / hauteur de plonge : βάθος βύθισης
- réglette / lame de plongée : μικρός κανόνας / κανόνας βύθισης
- apnée / plongée libre : ελεύθερη κατάδυση
- arc incliné / arc plongeant : κεκλιμένο τόξο
- écran plongeant : Oθόνη ελέγχου
- meuble de plonge : νεροχύτης και πάγκος εργασίας
Subscribe
0 Comments


