Εφαρμογή του

plume στα ελληνικά
plume
λέγεται
πλυμ
.
plume
σημαίνει στα ελληνικά
φτερό / πούπουλο / πένα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tuyau / tuyau de plume : σωληνίσκος / σωληνίσκος φτερού
- cirrus / nuage en forme de plume : νέφος σαν αλογοουρά / θύσανος σαν αλογοουρά
- plumé : αποπτερωμένος
- plumage / plumer des volailles : ξεπουπουλιάζω / αφαιρώ τα φτερά πουλερικών
- pseudonyme / nom de plume : ψευδώνυμο
- plume tirée : φτερά τραβηχτά
- porte-plume : κονδυλοφόρος
- plume d'oie : φτερά χήνας
- plumes à lit : φτερά για στρώματα
- plume montée : συναρμολογημένο φτερό
Subscribe
0 Comments