Εφαρμογή του

pointe στα ελληνικά
pointe
λέγεται
πουέντ
.
pointe
σημαίνει στα ελληνικά
μύτη / αιχμή / ακρωτήρι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pointe : τριγωνική πάνα
- dent / pointe : δόντι / καρφί
- pointe / aiguille : αιχμή / βελόνα
- pointe / pointerolle : μεταλλευτική σφήνα
- pointe : ακίδα
- clou / pointe : ήλος / καρφί
- valve / pointe : γλωχίνα
- tête / pointe : κεφαλή
- entrée / pointe : μεταβατική περιοχή φρέζας για την έναρξη της κοπής
- pointe : μεταβασματικός ρύπος
Subscribe
0 Comments