Εφαρμογή του

pointer στα ελληνικά
pointer
λέγεται
πουεντέ
.
pointer
σημαίνει στα ελληνικά
τσεκάρω / στρέφω / σημαδεύω / χτυπάω κάρτα / σκάω μύτη / ξεπροβάλλω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pointer / aller au pointage : εμφανίζομαι στο γραφείο ανεργίας
- pointer : κτυπώ κάρτα
- pointer : επιτυγχάνω την αντιστοιχία,πρόσθιας και οπίσθιας σελίδας
- pointer : μπήγω καρφάκια σε καλούπι
- aileron / pointe d'aile : άκρο φτερούγας
- tendron / milieu de poitrine : χόνδρος / άκρη του στήθους
- valve / pointe : γλωχίνα
- pointes : κορυφές τάσης
- touche / palpeur : ακίδα ανιχνευτή
- flanchet / pointe de : κοιλιακό τοίχωμα
Subscribe
0 Comments