Εφαρμογή του

poli στα ελληνικά
poli
λέγεται
πολί
.
poli
σημαίνει στα ελληνικά
ευγενικός / λείος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- poli : λειασμένο
- poli : γυάλισμα επιφανείας
- potée / rouge anglais : "ποτέ" / "ροσέτο"
- DPC / douci-poli continu : εγκατάσταση συνεχούς λειάνσεως και στιλβώσεως
- polir : στίλβωση
- polir / lisser : λειαίνω
- POLIS : POLIS / Προαγωγή των λειτουργικών δεσμών με τις ενοποιημένες υπηρεσίες μέσω της εφαρμογής της πληροφορικής των οδικών μεταφορών μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων
- carreau comprest / azulejo : ψηφιδωτά πλακίδια
- riz poli : ρύζι γυαλισμένο / στιλβωμένο ρύζι
- riz poli : ρύζι γυαλισμένο
Subscribe
0 Comments