Εφαρμογή του

polyglotte στα ελληνικά
polyglotte
λέγεται
πολιγκλότ
.
polyglotte
σημαίνει στα ελληνικά
πολύγλωσσος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- hypolaïs polyglotte : ορφεοστριτσίδα
- Vocabulaire polyglotte du service postal international : πολύγλωσσο λεξιλόγιο της διεθνούς ταχυδρομικής υπηρεσίας
Subscribe
0 Comments