Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

pommade στα ελληνικά
pommade
λέγεται
πομάντ
.
pommade
σημαίνει στα ελληνικά
αλοιφή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- Pommade : Αλοιφή
- pommade : πομμάδα
- Pommade nasale : Ρινική αλοιφή
- Pommade rectale : Ορθική αλοιφή
- Pommade vaginale : Κολπική αλοιφή
- pommade aux fleurs : αλοιφή από άνθη
- Pommade ophtalmique : Οφθαλμική αλοιφή
- Pommade auriculaire : Ωτική αλοιφή
- pommade ophtalmique : οφθαλμική αλοιφή
- Pommade intramammaire : Ενδομαστικό αλοιφή
Subscribe
0 Comments


