Εφαρμογή του

pomper στα ελληνικά
pomper
λέγεται
πονπέ
.
pomper
σημαίνει στα ελληνικά
τρομπάρω / αντλώ / ρουφάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- GSD II / maladie de Pompe : νόσος του Pompe / γλυκογονίαση τύπου ΙΙ
- amenée / entrée : είσοδος της αντλίας / στόμιο εισαγωγής της αντλίας
- pompe : αντλία 2.αντλώ
- pompe / station-service : πρατήριο καυσίμων
- hypo / pompe : γκανάκι
- Pompe : Αντλία ψεκασμού
- pompe : αντλία
- pompe : κυκλοφορητής
Subscribe
0 Comments