Εφαρμογή του

pompier στα ελληνικά
pompier
λέγεται
πονπιέ
.
pompier
σημαίνει στα ελληνικά
πυροσβέστης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pompier / sapeur-pompier : πυροσβέστης
- pompier / combattant : Πυροσβέστης / πυροσβέστης
- sapeur / sapeur-pompier : μέλος συνεργείου αποκάθαρσης,σκαπανέας,πυροσβέστης(γαλ.)
- pompiers : πυροσβέστες
- service pompiers : ανελκυστήρας σε κατάσταση εξυπηρετήσεως πυροσβέσεως
- piquet d'incendie / équipe de pompiers : ομάδα πυροσβέσεως
- pompier forestier : Δασοπυροσβέστης
- manoeuvre pompiers / appel prioritaire pompiers : σύστημα πυρασφάλειας / κλήση προτεραιότητας πυροσβεστών
- casque pour pompier : κράνος πυροσβέστου / πυροσβεστικό κράνος
- bouclier de pompier : ασπίδα πυροσβέστη
Subscribe
0 Comments