Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

pompier στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
pompier
λέγεται
πονπιέ
.
pompier
σημαίνει στα ελληνικά
πυροσβέστης
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • pompier / sapeur-pompier : πυροσβέστης
  • pompier / combattant : Πυροσβέστης / πυροσβέστης
  • sapeur / sapeur-pompier : μέλος συνεργείου αποκάθαρσης,σκαπανέας,πυροσβέστης(γαλ.)
  • pompiers : πυροσβέστες
  • service pompiers : ανελκυστήρας σε κατάσταση εξυπηρετήσεως πυροσβέσεως
  • piquet d'incendie / équipe de pompiers : ομάδα πυροσβέσεως
  • pompier forestier : Δασοπυροσβέστης
  • manoeuvre pompiers / appel prioritaire pompiers : σύστημα πυρασφάλειας / κλήση προτεραιότητας πυροσβεστών
  • casque pour pompier : κράνος πυροσβέστου / πυροσβεστικό κράνος
  • bouclier de pompier : ασπίδα πυροσβέστη

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments