Εφαρμογή του

pompiste στα ελληνικά
pompiste
λέγεται
πονπίστ
.
pompiste
σημαίνει στα ελληνικά
βενζινάς
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pompiste : πωλητής βενζίνης
- pompiste / conducteur de pompes(B) : χειριστής σταθμού αντλιών
Subscribe
0 Comments